μηχανητικός

μηχανητικός
μηχᾰν-ητικός, ή, όν,
A = μηχανικός 1.1, X.HG3.1.8 (v.l. μηχανικός): c. gen. rei,

μ. τοῦ πολλοὺς φαίνεσθαι τοὺς ὀλίγους ἱππέας Id.Eq.Mag.5.2

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηχανητικός — μηχανητικός, ή, όν (Α) [μηχανώμαι] αυτός που είναι επιτήδειος στο να επινοεί, εφευρετικός, επινοητικός …   Dictionary of Greek

  • μηχανητικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανητικόν — μηχανητικός masc acc sg μηχανητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”