μηχανητικός
Look at other dictionaries:
μηχανητικός — μηχανητικός, ή, όν (Α) [μηχανώμαι] αυτός που είναι επιτήδειος στο να επινοεί, εφευρετικός, επινοητικός … Dictionary of Greek
μηχανητικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανητικόν — μηχανητικός masc acc sg μηχανητικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)